dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μοιράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμοιράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διχάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)