dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
συμμερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anteil nehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμερίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übereinstimmen
Ⓦ
Ⓖ
…