dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό

loading...

Καινούρια μετάφραση

 

Προαιρετικό:

 
 

θεματικό τομέα

Παρακαλώ επιλέξτε το πολύ τρεις.

Αθλητισμός / Sport
Ανατομία / Anatomie
Ανθρωπολογία / Anthropologie
Αρχαιολογία / Archäologie
Αρχιτεκτονική / Architektur
Αστρονομία / Astronomie
Βιολογία / Biologie
Βοτανική / Botanik
Γαστρονομία, μαγείρεμα / Gastronomie, Kochen
Γενεαλογία / Genealogie
Γεωγραφία / Geografie
Γεωλογία / Geologie
Γεωργία / Landwirtschaft
Γλωσσολογία / Linguistik, Sprache
Δημόσια διοίκηση / Öffentliche Verwaltung
Έθιμα / Bräuche
Ζωολογία / Zoologie, Tierkunde
Ηλεκτροτεχνία / Elektrotechnik
Θρησκεία / Religion
Ιατρική / Medizin
Ιδιωματισμός / Idiom, Redewendung
Ιστορία / Geschichte
Κοινωνιολογία / Soziologie
Λογοτεχνία / Literatur
Μαθηματικά / Mathematik
Μεταφορές / Transportwesen
μηχανολογία / Ingenieurwesen
Μουσική / Musik
Ναυτική / Nautik
Νομική / Jura, Recht
Οικονομία / Wirtschaft, Ökonomie, Finanzen
Ονόματα / Namen
Ορνιθολογία / Ornithologie, Vogelkunde
Παλαιοντολογία / Paläontologie
Παροιμία / Sprichwort
Πληροφορική / Informatik, IT
Πολιτική / Politik
Στατιστική / Statistik
Στρατός / Militär
Τέχνη / Kunst
Τεχνολογία / Technik
Φαρμακευτική / Pharmazie
Φιλοσοφία / Philosophie
Φυσική / Physik
Φωτογραφία / Fotografie
Χαρακτικό, ζωγραφική / Grafik, Malerei
Χημεία / Chemie
Ψυχολογία / Psychologie

Ελληνικά χρήση λέξεων

Παρακαλώ επιλέξτε το πολύ τρεις.

άκλιτος / indeklinabel
Εμπορικό σήμα / Handelsmarke
επίσημος / amtlich, formell
Καθαρεύουσα / Katharevusa
κυπριακός / zypriotisch
μεταφορικός / bildlich
ξεπερασμένος / veraltet
συντομογραφία / Abkürzung
χυδαίος / vulgär

Γερμανικά χρήση λέξεων

Παρακαλώ επιλέξτε το πολύ τρεις.

etwas / etwas
jemand / jemand
άκλιτος / indeklinabel
ακολουθείται από τη αιτιατική / gefolgt von Akkusativ
ακολουθείται από τη γενική / gefolgt von Genitiv
ακολουθείται από τη δοτική / gefolgt von Dativ
αυστριακός / österreichisch
δημοτικός / umgangssprachlich
ελβετικός / schweizerisch
Εμπορικό σήμα / Handelsmarke
επίσημος / amtlich, formell
μεταφορικός / bildlich, im übertragenen Sinn
ξεπερασμένος / Veraltet, nicht mehr gebräuchlic
παλιά ορθογραφία / alte Rechtschreibung
συντομογραφία / Abkürzung
χυδαίος / vulgär