dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σχεδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζωγραφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποτελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαγράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ιχνογραφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ζωγραφική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιχνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχηματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σημαδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)