dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζωγραφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
malen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζωγραφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…