dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ορυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bergwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
μεταλλείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bergwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μεταλλωρυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bergwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bergwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)