dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ορυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bergwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
ορυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mine
Ⓦ
Ⓖ
…
ορυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Grube
Ⓦ
Ⓖ
…