dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mine
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Betäubung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Narkose
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schläfrigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tiefschlaf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νάρκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bergwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)