dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρμοδιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξουσιοδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
εξουσία εκτέλεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausführungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
εξουσία λήψεως αποφάσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Entscheidungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξουσία λήψης αποφάσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entscheidungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διακριτική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ermessensbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haushaltsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
συμβουλευτική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konsultationsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εξουσία ελέγχου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kontrollbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εξουσία διορισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nominierungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολιτική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
politische Befugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κυρωτική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ratifizierungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νομοθετική εξουσιοδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertragene Gesetzgebungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαπραγματευτική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verhandlungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
κανονιστική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verordnungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…