dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Macht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herrschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Regierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Behörde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)