dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαπραγματευτική εξουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verhandlungsbefugnis
Ⓦ
Ⓖ
…