dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedienen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hantieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
manipulieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
administrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gebrauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κακομεταχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
malträtieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χειρίζομαι με δεξιοτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
meistern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κακομεταχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
misshandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaften
Ⓦ
Ⓖ
…