dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαχειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaften
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
οικονομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχειρίζομαι τα οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaften
Ⓦ
Ⓖ
…