dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χειρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταστρατηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρακάμπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)