dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufholen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auflesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwiegeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwirbeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aushalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dulden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hochheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen können
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erhöhen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)