dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κουβαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)