dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αναλαμβάνω χρήματα από λογαριασμό κατάθεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποσύρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διακρίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω ανάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναλαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναλαμβάνω χρήματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απογειώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισπράττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω το ακουστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποθαλασσώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)