dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Αμήν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
ντροπιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschämen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Examen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαγωνισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Examen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Πρόθεση
εν ονόματι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Namen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kramen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανασκαλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kramen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λιναρόσπορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leinsamen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ετερώνυμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit anderem Namen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στεναχωριέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich grämen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θλίβομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich grämen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ντρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich schämen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αισχύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich schämen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
γραπτές πτυχιακές εξετάσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Staatsexamen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απομονώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vereinsamen
Ⓦ
Ⓖ
…
επιβραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangsamen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangsamen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangsamen
Ⓦ
Ⓖ
…