dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Examen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prüfung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Untersuchung
Ⓦ
Ⓖ
…
εξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Inspektion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Test
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξέταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vernehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)