dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangsamen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückbleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
säumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzögern
Ⓦ
Ⓖ
…