dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keim
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Keimkorn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Same
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)