dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χρηματομεσίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kreditvermittler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χρηματομεσίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Börsenmakler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χρηματομεσίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Makler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χρηματομεσίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Darlehensvermittler
Ⓦ
Ⓖ
…