dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χρηματομεσίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kreditvermittler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μεσίτης πιστώσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kreditvermittler
Ⓦ
Ⓖ
…