dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χορηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sponsor
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χορηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stifter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χορηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spender
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χορηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stifterin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χορηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χορηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lieferant
Ⓦ
Ⓖ
…