dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
προμηθευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lieferant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εφοδιαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lieferant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τροφοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lieferant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χορηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lieferant
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)