dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τιμόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lenkrad
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τιμόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ruder
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τιμόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Steuerrad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τιμόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lenker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τιμόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Steuer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)