dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τροχός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Steuerrad
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τιμόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Steuerrad
Ⓦ
Ⓖ
…