dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ταυτόχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ταυτόχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
simultan
Ⓦ
Ⓖ
…