dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σύγχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ταυτόχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
συγχρόνως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ταυτόχρονα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ισόχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
την ίδια ώρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)