dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σφάλμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Irrtum
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σφάλμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fehler
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)