dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
emotional
Ⓦ
Ⓖ
…
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sentimental
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
emotionell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
empfindsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gefühls-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefühlsmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leidenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)