dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συναισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sentimental
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αισθηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sentimental
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)