dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Folge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ergebnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konsequenz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zusammenhang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Implikation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Resultat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wirkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Effekt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)