dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ρόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ast
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Überbein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knoten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwiele
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hornhaut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hühnerauge
Ⓦ
Ⓖ
…