dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κάλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwiele
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwiele
Ⓦ
Ⓖ
…