dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πτερύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Flosse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πτερύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Blatt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πτερύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flügel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πτερύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ohrläppchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)