dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πραξικόπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Putsch
Ⓦ
Ⓖ
…
πραξικόπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Staatsstreich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)