dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πραξικόπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Putsch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κίνημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Putsch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)