dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verletzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aufbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strafbare Handlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufbrechung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Missachtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Übertretung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)