dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ξέσπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραβίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάτρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διείσδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchbruch
Ⓦ
Ⓖ
…