dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ξεδιάλεγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ξεδιάλεγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sortieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεδιάλεγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sortierung
Ⓦ
Ⓖ
…