dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαλέγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεδιαλέγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ξεδιάλεγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)