dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Instrument
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mitte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mittel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verkehrsmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Medium
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)