dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δυνατότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενδεχόμενο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μέθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευκαιρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)