dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λυκόφως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abenddämmerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λυκόφως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kerzenschein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λυκόφως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kerzenlicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λυκόφως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zwielicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λυκόφως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dämmerlicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λυκόφως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dämmerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)