dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λυκόφως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kerzenlicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φως κεριών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kerzenlicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φως του κεριού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kerzenlicht
Ⓦ
Ⓖ
…