dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαθρεμπόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schmuggel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λαθρεμπόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konterbande
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λαθρεμπόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schmuggelware
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λαθρεμπόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwarzhandel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)