dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κούρεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Haarschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κούρεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κούρεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schuldenschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κούρεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Haarschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κούρεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schur
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)