dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κούρεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schuldenschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κούρεμα χρέους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schuldenschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…