dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κάτοψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grundriss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κάτοψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufsicht
Ⓦ
Ⓖ
…